- ετερειδής
- ἑτερειδής, -ές (Α)ετεροειδής, φανταστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -ειδής (< είδος)πρβλ. δυσ-ειδής, ωο-ειδής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑτερειδέα — ἑτερειδής illusory neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἑτερειδής illusory masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)